Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Όχι, ο καταστηματάρχης δεν έχει υποχρέωση να εξυπηρετεί το «κοινό».


Η περίπτωση του Jack Philips, του ζαχαροπλάστη που αρνήθηκε να ψήσει γαμήλια τούρτα για ομοφυλόφιλο ζευγάρι εγείρει το εξής ερώτημα: έχει το δικαίωμα ένας επιχειρηματίας να αρνηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, να εξυπηρετήσει το κοινό;



του Μιχάλη Γκουντή


Εισαγωγή

Θυμάστε πριν κανένα χρόνο το περιστατικό στις ΗΠΑ με τον ζαχαροπλάστη που δεν δέχτηκε να ψήσει γαμήλια τούρτα για ομοφυλόφιλο ζευγάρι; Που τον τρέχανε στα δικαστήρια επειδή δεν τους εξυπηρέτησε, διότι ένιωθε ότι προσβάλλονταν τα θρησκευτικά του πιστεύω; Υπάρχει κάποιος που συμφωνεί με την κίνηση του ζευγαριού να χρησιμοποιήσουν το κράτος εναντίον αυτού του ανθρώπου; Δυστυχώς υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι και χρησιμοποιούν ένα πολύ συγκεκριμένο επιχείρημα υπέρ της θέσης τους: «το μαγαζί είναι ανοιχτό για το κοινό και αν δεν θέλει ο καταστηματάρχης να το εξυπηρετήσει, δεν έχει θέση στην αγορά».

Ποιος αποτελεί το «κοινό»;

Αυτή είναι μία ενδιαφέρουσα ερώτηση που θα πρέπει να απαντήσουμε: ποιος είναι το «κοινό» και με ποιο κριτήριο εισέρχεται κάποιος σε αυτήν την κατηγορία ανθρώπων; Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι το κοινό αποτελούν όσοι εισέρχονται στο μαγαζί για να εξυπηρετηθούν ή ζητούν να εξυπηρετηθούν. Αυτό θα ήταν μάλλον σωστό, αλλά πέραν αυτού δεν μπορούμε να βγάλουμε κάποιο άλλο συμπέρασμα. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι, επειδή κάποιος είναι «κοινό» άρα και υποψήφιος πελάτης, ότι «πρέπει» να εισπράξει και την υπηρεσία που παρέχεται από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος.
Δεύτερη γραμμή άμυνας αποτελεί το επιχείρημα ότι ο κρατικός νόμος επιβάλει την μη άρνηση υπηρεσίας στο κοινό για διάφορους λόγους (απαγόρευση διακρίσεων για παράδειγμα). Η επίκληση όμως στον κρατικό νόμο ως κριτήριο για την δικαιολόγηση της έλλειψης δυνατότητας άρνησης υπηρεσίας είναι ένα κακό επιχείρημα. Εάν ο νόμος υπαγόρευε ότι, με κάθε εξυπηρέτηση, ο ιδιοκτήτης θα έπρεπε να τραγουδάει στον πελάτη το τραγούδι της επιλογής του, άρνηση του οποίου θα οδηγούσε σε επιβολή ποινής, θα λέγαμε ότι ο νόμος είναι κακός εξ αρχής. Το θεμελιώδες πρόβλημα με τον κρατικό νόμο, εάν είναι να τον επικαλεστούμε, είναι το πρόβλημα του νομικού θετικισμού. Θεωρητικά, τα πάντα είναι πιθανά. Εξάλλου, και το Ολοκαύτωμα νόμιμο ήταν (αν είναι να τραβήξουμε τη λογική αυτή στα άκρα της, όπως οφείλουμε να κάνουμε αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς).
Έχουμε όμως και άλλη επιλογή για να καθορίσουμε ποιος αποτελεί «κοινό» για ένα μαγαζί. Όχι μόνο λοιπόν κοινό αποτελούν όσοι εισέρχονται σε αυτό, αλλά και όσους επιθυμεί ο ιδιοκτήτης να εξυπηρετήσει. Γιατί όχι; Έτσι λοιπόν, ένα μαγαζί που είναι «ανοιχτό στο κοινό» είναι ένα μαγαζί στο οποίο, πέραν της εισόδου σε αυτό, κριτήριο εξυπηρέτησης αποτελεί και το ότι ο ιδιοκτήτης δέχεται κάποιον ως πελάτη, ήτοι να λάβει πληρωμή για την υπηρεσία που παρέχει. Αυτός είναι ένας πιο πλήρης και μη προβληματικός νομικά αλλά και φιλοσοφικά ορισμός. Το κοινό στην ουσία αποτελούν όσοι έρχονται σε εθελοντική συμφωνία για συνεργασία με τον ιδιοκτήτη κάτι που απαιτεί και την συγκατάθεση του δεύτερου.
Τέλος, ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού ή επιχείρησης δεν έχει εισέλθει ποτέ εθελοντικά σε συμβόλαιο με τη ρήτρα του ότι δεν θα απορρίπτει κανέναν υποψήφιο πελάτη, άρα δεν είναι θετικά υποχρεωμένος να μην κάνει κάτι τέτοιο. Οι ενστάσεις του ότι «δουλειά του είναι να βγάλει λεφτά και όχι να κοιτάει το ποιόν του πελάτη», ή ότι «άνοιξε επιχείρηση, άρα «πρέπει» να μας εξυπηρετήσει»πρέπει να απορριφθούν ως παράλογες: δεν έχουμε λόγο να θέτουμε εμείς τις προϋποθέσεις με τις οποίες θα λειτουργεί την επιχείρησή του κάποιος.
Το ότι κάποιος έχει την επιλογή να ορίσει την επιχείρησή του ως «κλαμπ» για συγκεκριμένο κοινό δεν έχει κάποιο νόημα: απλά θα αποτελούσε προ-οικονομία της πρόθεσης για διάκριση από τον ιδιοκτήτη πριν εισέλθει ο υποψήφιος πελάτης στο εκάστοτε μαγαζί. Ποια η διαφορά άρνησης εξυπηρέτησης υποψήφιου πελάτη προτού εισέλθει στο μαγαζί με την άρνηση αφότου εισέλθει; Και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν διάκριση εις βάρος κάποιου απλά με χρονική διαφορά στο πότε αυτή πραγματοποιείται. Επομένως, αν είναι να απαγορεύσουμε τη μία, γιατί όχι και την άλλη; Εάν στην περίπτωση του κλαμπ δεχόμαστε την έλλειψη υποχρέωσης εξυπηρέτησης των πάντων, γιατί όχι και στην περίπτωση κανονικού μαγαζιού; Γιατί πρέπει να δηλώνεται σε κάποιον εκ των προτέρων, αν θα εξυπηρετηθεί ή όχι; Ποια η διαφορά;

Διακρίσεις, ρατσισμός και μισαλλοδοξία

Όλες οι πράξεις, είτε προσωπικές είτε εμπορικές, πρέπει να γίνονται με βάση την αμοιβαιότητα. Από αυτό προκύπτει ότι οι διακρίσεις είναι ένα δικαίωμα και, επομένως, δεν πρέπει να αποτελούν εγκληματική πράξη ανεξάρτητα του λόγου για τον οποίο πραγματοποιούνται αυτές. Αλλά εδώ είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτό που εννοείται με τον όρο «διακρίσεις» είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Διάκριση αποτελεί η επιλογή να αγνοήσετε, να αποφύγετε ή να απεμπλακείτε από τη σχέση με κάποιο άλλο άτομο. Σίγουρα δεν συνεπάγεται κάποιο «δικαίωμα» επίθεσης, λιντσαρίσματος, κλοπής εναντίον του ατόμου αυτού. Αν δεν μου αρέσουν τα φαλακρά άτομα με γένια που φορούν γυαλιά, για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να είμαι αναγκασμένος να έχω σχέση με αυτά. Δεν θα έπρεπε να μου επιβληθεί πρόστιμο ή φυλάκιση για την αποφυγή εξυπηρέτησής τους. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορώ να προσεγγίσω τέτοιους ανθρώπους και να τους χτυπήσω.
Με άλλα λόγια, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω στους ανθρώπους εναντίον των οποίων έχω προκαταλήψεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα παραβιάσω τα σύνορα του σώματός τους ή την παραβίαση του χώρου τους (σεβασμός των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων). Μπορώ να τους αρνηθώ την οικονομική συνεργασία μου, αλλά δεν μπορώ να κινηθώ επιθετικά εναντίον τους.
Τώρα, οι προκαταλήψεις μπορεί να πηγάζουν από ρατσιστικές, πολιτικές, θρησκευτικές και άλλου είδους πεποιθήσεις. Παρόλα αυτά, το ότι κάποιος είναι προκατειλημμένος θρησκευτικά, φυλετικά και πολιτικά δε συνεπάγεται ότι αυτομάτως κάποιος που κάνει διακρίσεις βάσει αυτών των κριτηρίων, παραβιάζει και δικαιώματα των ατόμων στα οποία αρνείται την υπηρεσία του, καθώς τίποτα από τα παραπάνω δεν εγγυάται και την χρήση επιθετικής βίας εναντίον τους. Κάποιος μπορεί να είναι ρατσιστής, αλλά να μην εμπλέκεται σε εγκληματικές πράξεις εναντίον αλλοεθνών: απλά δεν τους επιθυμεί στα όρια της ιδιοκτησίας του και τίποτα παραπάνω.
Είναι ωραίο να γίνεται διάκριση σε βάρος των ανθρώπων; Είναι «λογικό» να είναι κάποιος προκατειλημμένος με μια ολόκληρη ομάδα ή άτομα, βάσει αρνητικών εμπειριών με ένα μικρό δείγμα; Σίγουρα όχι. Σύμφωνα με τη δημοφιλή πεποίθηση, οι διακρίσεις είναι μισητές και κακές επειδή αποκλείουν ορισμένες ομάδες ανθρώπων. Επίσης, θεωρούνται παράλογες για το γεγονός ότι γενικεύουν από ένα μικρό δείγμα σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ωστόσο, το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε εδώ δεν είναι η ηθική ή επιστημονική κατάσταση των διακρίσεων. Αναρωτιόμαστε πρωτίστως, αν το άτομο έχει δικαίωμα να ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο και τις οικονομικές επιπτώσεις αυτής της φιλοσοφίας, όχι με το αν είναι ή δεν είναι καλό ή λογικό για αυτόν να το κάνει.

Ποιος βλάπτεται από τις διακρίσεις;

Φανταστείτε μία αγορά όπου όλοι οι ζαχαροπλάστες αρνούνταν να εξυπηρετήσουν ομοφυλόφιλους. Εάν η ζήτηση από τους ομοφυλόφιλους ήταν επαρκής και δέχονταν να ψωνίσουν σε υψηλότερες τιμές, τότε επιχειρηματίες αποκτούν κίνητρα, είτε να χρεώνουν υψηλότερες τιμές σε αυτούς, είτε να ανοίξουν επιχειρήσεις αποκλειστικής εξυπηρέτησής τους αν και σε μεγαλύτερες τιμές. Αυτό οδηγεί αναγκαστικά σε αύξηση κερδών για το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς (εξυπηρέτηση ομοφυλόφιλων). Τα αυξημένα κέρδη θα οδηγούσαν και άλλους επιχειρηματίες, είτε να εγκαταλείψουν τις προκαταλήψεις τους, είτε να τις αποκρύψουν για να αποσπάσουν μερίδιο αυτών από τους ανταγωνιστές. Μεσο-μακροπρόθεσμα, κανένας δεν βλάπτεται από τις διακρίσεις, εφόσον αυτές δεν είναι θεσμικές, ήτοι κρατικά επιβεβλημένες. Το σύστημα κέρδους και ζημίας θα εξομαλύνει την κατάσταση, και εν τέλει όλοι θα πληρώνουν πάνω-κάτω την ίδια τιμή για το ίδιο προϊόν (συμπεριλαμβανομένων του κόστους μεταφοράς κοκ). Οι διακρίσεις δεν επιβιώνουν για πολύ σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς.
Εάν, τώρα, αυτό που ενοχλεί είναι ο λόγος που αρνείται κάποιος την υπηρεσία του, ή η ρατσιστική συμπεριφορά («εδώ δεν σερβίρουμε μαύρους»), εάν το πρόβλημα είναι αισθητικό με άλλα λόγια, τότε κανένας νόμος δεν έχει νόημα σε αυτήν την περίπτωση. Ο ιδιοκτήτης θα μπορούσε απλά να πει ψέματα για να αρνηθεί την εξυπηρέτηση. Έτσι λοιπόν το «δεν εξυπηρετώ μαύρους» μπορεί να αλλάξει σε «έχω δουλειά τώρα, έλα αργότερα»«μου χάλασε το μηχάνημα» κοκ. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε εδώ βέβαια το εξής: μας ενδιαφέρουν οι ειλικρινείς κοινωνικές σχέσεις ακόμα και αν δεν πραγματοποιούνται για δυσάρεστους λόγους, ή μας ενδιαφέρει να υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις ακόμα και αν βασίζονται στο ψέμα; Όπως και να έχει, τρόπος υπάρχει, παρά τω νόμω, να αποφευχθεί η παροχή υπηρεσίας έτσι κι αλλιώς: όλο και κάποια δικαιολογία μπορεί να βρεθεί.
Ας μην ξεχνάμε, εν τέλει, ότι το κόστος απόρριψης πελατών επιβαρύνει τον ιδιοκτήτη και μόνο αυτόν. Επιλογές υπάρχουν να αφήσουμε αλλού τα χρήματά μας. Δεν χρειάζεται να τιμωρηθεί κανένας για κανέναν λόγο. Το κόστος των επιλογών θα πληρωθεί εν καιρώ μέσω της αγοράς. Αν τώρα, το σύνολο ενός πληθυσμού είναι εν γένει ρατσιστικό και μισαλλόδοξο, τότε η πολιτική επιβολή για την απαγόρευση των διακρίσεων θα ήταν αδύνατη: ποιος πολιτικός θα πήγαινε κόντρα στην κυρίαρχη βούληση έτσι κι αλλιώς; Τουλάχιστον στην ελεύθερη αγορά, όλο και κάποιος θα βρισκόταν να εξυπηρετήσει τους αποκλεισμένους, ο πολιτικός δεν θα το έκανε, αν δεν είχε επαρκή αριθμό υποψηφίων ψηφοφόρων που να στηρίζουν μία τέτοια δράση.

Ποιο είναι το ουσιαστικό νόημα;

Όλο αυτό τώρα σε κάνει να αναρωτηθείς για ένα πράγμα. Τη δουλεία. Ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα με τη δουλεία; Είναι το ξύλο που έτρωγε ο δούλος και οι κακουχίες; Μα υπήρχαν και προνομιούχοι δούλοι και «καλοί» δουλοκτήτες (δεν προϋποτίθεται κατ’ ανάγκη ένας δουλοκτήτης να σκοτώνει και να δέρνει τους δούλους του). Οπότε μάλλον όχι, δεν είναι αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα του θεσμού της δουλείας, εφόσον έχουμε αντιπαραδείγματα καλής μεταχείρισης. Με την ίδια λογική, ούτε ο δουλέμπορος ήταν το πρόβλημα ως προς αυτό. Και αυτός θα μπορούσε να συμπεριφέρεται καλά στο «εμπόρευμά» του κατά τη διάρκεια της μεταφοράς.
Όχι. Το πραγματικό πρόβλημα με τη δουλεία είναι αρχικά ότι δεν μπορείς να πεις «όχι δεν θα σε εξυπηρετήσω/εργαστώ για σένα». Οι βουρδουλιές έρχονται μετά, όταν αρνηθείς ή (προσπαθήσεις να) φύγεις. Δεν υπάρχει διέξοδος: ή θα δεχτείς να κάνεις αυτό που λέω, ή θα φας μία σφαίρα στο κεφάλι ή θα στείλω τους κρατικούς ασφαλίτες να σε χώσουν σε ένα κελί και να μην ξαναδείς το φως του ηλίου άμα λάχει. Η δουλεία είναι μη-εθελοντική. Εκεί είναι το θέμα, και το ότι στην εποχή μας έχει εξαφανιστεί η βουρδουλιά κατά μεγάλο ποσοστό δεν αλλάζει κάτι ως προς αυτό που έκανε το ζευγάρι εκείνο στον ζαχαροπλάστη. Κατέστησε τον ζαχαροπλάστη δούλο του. «Η θα μας κάνεις την τούρτα ή θα σε σύρουμε στα δικαστήρια». Η ένσταση του ότι το κατάστημα είναι ανοιχτό στο κοινό δεν ευσταθεί: ποιος είναι το κοινό; Όποιος τύχει να μπει μέσα; Όχι, κοινό αποτελούν τα άτομα που ο μαγαζάτορας θέλει να εξυπηρετήσει. Τελεία και παύλα. Ή το σώμα του, το μαγαζί του είναι δικά του, ή ανήκουν σε αυτόν που θα έρθει με το πιστόλι και θα έχει τον τελευταίο λόγο για το ποιος θα εξυπηρετηθεί. Έχει δικαίωμα ο ιδιοκτήτης να πει ένα «όχι, δεν θέλω να σε εξυπηρετήσω;». Ναι, το έχει. Είναι ιδιοκτήτης και όχι δούλος μας. Όπως και να έχει, αν προτιμάτε το δεύτερο, να επιβάλει ο νόμος τη θέληση του πάνω στον μαγαζάτορα, στην ουσία επιθυμείτε δουλεία: απλά με λιγότερο μαστίγιο και χωρίς αλυσίδες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου